- σαχλός
- -ή, -ό1. σάχλας.2. πλαδαρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… … Dictionary of Greek
σαχλαμάρα — η, Ν σαχλός, ανούσιος, άνοστος λόγος ή σαχλή πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαχλός + κατάλ. (α)μάρα (πρβλ. κουτός: κουταμάρα] … Dictionary of Greek
σαχλιάζω — Ν [σαχλός] γίνομαι σαχλός … Dictionary of Greek
άνοστος — (I) ἄνοστος, ον (Α) [νόστος «επιστροφή»] εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»). (II) η, ο (Α ἄνοστος, ον) [νόστος (II) «γεύση»] χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος νεοελλ. εκείνος που δεν προκαλεί… … Dictionary of Greek
ανοσταίνω — κ. ανοστεύω κ. ανοστίζω 1. γίνομαι άνοστος 2. γίνομαι άχαρος, σαχλός, κρύος 3. κάνω κάτι άνοστο, ανούσιο, άχαρο … Dictionary of Greek
ανοστανάλατος — η, ο άνοστος και ανάλατος, σαχλός … Dictionary of Greek
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek
μπούζι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 109 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. * * * το 1. πάγος 2. (ως επίθ. και τών τριών γενών και τών δύο αριθμών) α) πολύ ψυχρός, παγωμένος β) μτφ.… … Dictionary of Greek
νερόβραστος — η, ο 1. αυτός που έχει βραστεί μόνο με νερό 2. ανούσιος, άνοστος 3. μτφ. ανόητος, σαχλός 4. αυτός που δεν έχει καθόλου ζωτικότητα, απαθής, ψυχρός … Dictionary of Greek
σάχλα — η, Ν [σαχλός] 1. η ιδιότητα τού σαχλού 2. σαχλαμάρα … Dictionary of Greek